ελκύω — βλ. πίν. 5 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
ευέλκυστος — η, ο αυτός που ελκύεται εύκολα, ο ευκολοτράβηχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκυστος (< ελκύω), πρβλ. αν έλκυστος] … Dictionary of Greek
εφελκύω — (ΑΜ ἐφελκύω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου («καὶ μαγνῆτις ὥσπερ, ἐφελκύσω πρὸς τὰ σὰ παιδεύματα», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλκύω] … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
καθελκύω — σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)] … Dictionary of Greek
καθυφέλκομαι — (Μ) ελκύω, τραβώ, προσελκύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑφ έλκομαι «προσελκύομαι»] … Dictionary of Greek
καταμισθοδοτώ — καταμισθοδοτῶ, έω (Α) ελκύω κάποιον με μεγάλο ποσό, εξαγοράζω, δωροδοκώ κάποιον … Dictionary of Greek
παρελκύω — ΝΑ 1. παρέλκω, σέρνω κάτι στο πλάι απομακρύνοντας το από την ορθή του πορεία 2. κάνω κάτι να διαρκέσει περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο και καθορισμένο, τό κάνω να αργοπορήσει, καθυστερώ, επιβραδύνω με αναβολές, τρενάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… … Dictionary of Greek